ἠλακάτη

ἠλακάτη
ἠλᾰκάτη [κᾰ], ἡ (so in [dialect] Att. Inscrr., IG22.1517.209, but [pref] ἠλεκ- SIG2 588.17 (Delos, ii B.C.), AJA17.162 ([place name] Cyrene), Sammelb.5873, cf. Hsch.;
A v. ἠλεκάτιον), [dialect] Dor. [full] ἠλᾰκάτᾱ E.Or.1431 (lyr.), [dialect] Aeol. [full] ἀλᾰκάτᾱ Theoc.28.1 (ᾱλ- also in χρυσᾱλάκατος, εὐᾱλάκατος, [dialect] Dor. ἠλ- is dub.):—distaff, Od.4.135, 1.357, Il.6.491, E. l.c., etc.; ἡ ἠ. [τοῦ ἀτράκτου] the stalk of the spindle, Pl.R.616c: metaph., γηραιῇσι . . ἠλακάτῃσι with the fate of old age, IG14.1389i18.
II of distaffshaped objects:
1 one joint of a reed or cane, Thphr.HP2.2.1; a reed,= δόναξ, Hsch.; ὥσπερ ἠ., of the pistil of the citron-flower, Thphr.HP1.13.4, cf. 4.4.3.
2 in Compds. (e.g. χρυσηλάκατος), arrow, Hsch.
3 the upper part of the mast, which was made to turn round, A.R.1.565 (v. Sch.), Ath.11.475a.
4 windlass, Sch.Th.7.25 (v.l. ἠλεκ-).
5 the constellation Coma Berenices, Sch.Arat.146.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἠλακάτη — distaff fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλακάτῃ — ἠλακάτη distaff fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλακάτη — η (AM ἠλακάτη και ἠλεκάτη, Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. ἀλακάτα) 1. επιμήκης ράβδος στο άκρο τής οποίας προσδένεται η τούφα τού μαλλιού ή τού βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η ρόκα 2. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν… …   Dictionary of Greek

  • ἠλακάται — ἠλακάτη distaff fem nom/voc pl (doric) ἠλακάτᾱͅ , ἠλακάτη distaff fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλακάταις — ἠλακάτη distaff fem dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλακάτην — ἠλακάτη distaff fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλακάτης — ἠλακάτη distaff fem gen sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλακάτῃσι — ἠλακάτη distaff fem dat pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλάκατα — ἠλάκατα, τὰ (Α) [ηλακάτη] (μόνο στον πληθ.) 1. οι τούφες τών μαλλιών που είναι τοποθετημένα πάνω στην ηλακάτη, δηλ. στη ρόκα 2. το νήμα που κλώθεται από την ηλακάτη …   Dictionary of Greek

  • αλεκάτη — η 1. ρόκα (αρχ. ἠλακάτη), όργανο τής κατεργασίας τού μαλλιού, που αποτελείται από καλαμένιο κορμό ή διχαλωτή ράβδο, γύρω από την άκρη τής οποίας τυλίγεται το μαλλί, το λινό, το βαμβάκι κ.ά. για γνέσιμο 2. η τουλούπα, η τούφα μαλλιού βαμβακιού κ.ά …   Dictionary of Greek

  • ευηλάκατος — εὐηλάκατος, ον (αιολ. τ. εὐαλάκατος) (Α) (για γυναίκα) αυτή που έχει ωραία ηλακάτη, ρόκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηλακάτη «ρόκα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”